- κοιλιακός
- -ή, -ό (AM κοιλιακός, -ή, -όν) [κοιλία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοιλιά (α. «κοιλιακοί μύες» — οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων τής κοιλιακής κοιλότηταςβ. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῑς και κοιλιακοῑς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», Πλούτ.)νεοελλ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοιλιακάκάθε μορφής νόσοι τού εντερικού σωλήνα, ιδίως στα παιδιά2. φρ. ανατ. α) «κοιλιακή αρτηρία» — παχύς κλάδος τής αορτής που εκφύεται κάτω από το διάφραγμα στο επίπεδο τού άνω χείλους τού παγκρέατοςβ) «λαρυγγική κοιλία» — καθένα από τα δύο πλάγια εκκολπώματα που παρουσιάζει ο λάρυγγαςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιλιακόνβαριά νόσος τής κοιλιάς, πιθ. τύφος ή δυσεντερία («τὸ κοιλιακὸν τοὺς ἐκόλλησε και πόθαναν οἱ Φράγκοι», Χρον. Μορ.)αρχ.(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νόσο τής κοιλιάς («οἰκεῖόν ἐστιν ἔδεσμα κοιλιακῶν τε καὶ δυσεντερικῶν», Γαλ.).επίρρ...κοιλιακῶςμσν.στην κοιλιά, κατά την κοιλιά («ἀσθενεῖ κοιλιακῶς»).
Dictionary of Greek. 2013.